χρόνος

χρόνος
I
Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των κλασικών χρόνων, που τον αποκαλούσαν Πατέρα πάντων.
II
Τίτλος 3 αθηναϊκών εφημερίδων (1844-46, 1869-70 και 1903-22). Η τρίτη ήταν επίσημο όργανο του Στρατιωτικού Συνδέσμου και συνηγόρησε για τη μετάκληση του Ελ. Βενιζέλου από την Κρήτη. Η έκδοσή της απαγορεύτηκε το 1918 από τις αρχές, επανεκδόθηκε το 1920 και απαγορεύτηκε εκ νέου η έκδοσή της το 1922.
* * *
ο, ΝΜΑ, πληθ. και ετερογενής τ. χρόνια, τα, Ν
1. η διάρκεια ενός φαινομένου, μιας ενέργειας ή μιας κατάστασης, υπολογιζόμενη από την έναρξή τους (α. «χρειάζεται πολύς χρόνος για να τελειώσει» β. «χρόνου πολλοῡ δέονται», Ξεν.)
2. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων ή μεταξύ ενός γεγονότος και τής παρούσας στιγμής
3. έτος (α. «πέρασε κιόλας ένας χρόνος» β. «Ἰωάννου ἐννέα χρόνους ἐν τῇ ἐπισκοπῇ διατελέσαντος», Κύριλλ. Σκυθ.)
4. γραμμ. η ποσότητα ενός φωνήεντος ή μιας συλλαβής στην προσωδία
5. (μετρ.) η ελάχιστη μονάδα στην οποία διαιρείται ένα μέτρο (α. «βραχύς χρόνος» β. «ὁ δὲ ῥυθμὸς ὡς βούλεται ἕλκει τοὺς χρόνους
πολλάκις γοῡν καὶ τὸν βραχὺν χρόνον ποιεῑ μακρόν», Λογγίν.)
6. μουσ. μονάδα μέτρησης ενός μουσικού έργου, ο κτύπος - παλμός με τον οποίο αντιδρά ο εκτελεστής ή ο ακροατής ενός μουσικού κομματιού, χτυπώντας ρυθμικά το πόδι ή το χέρι
7. ως κύριο όν. ο Χρόνος
μυθ. ονομασία τού ενός από τα τέσσερα άλογα τού Ηλίου
8. φρ. «οι χρόνοι τών ρημάτων»
γραμμ. οι διάφοροι σχηματισμοί τών ρηματικών τύπων που δηλώνουν διάφορες χρονικές σχέσεις
νεοελλ.
1. όρος που αποδίδει μετρημένη ή μετρήσιμη περίοδο, ένα στερούμενο χωρικών διαστάσεων συνεχές μέσο, το οποίο αποτελεί ζήτημα φιλοσοφικού ενδιαφέροντος και αντικείμενο μαθηματικής και επιστημονικής έρευνας (α. «αστρικός χρόνος» β. «ηλιακός χρόνος» γ. «παγκόσμιος χρόνος» δ. «συγχρονισμένος διεθνής χρόνος»)
2. (φιλοσ.) πρωταρχική έννοια, κατηγορία που ορίζει μία από τις θεμελιώδεις μορφές τού Είναι και ανακλά τη διάρκεια ύπαρξης τών πραγμάτων και τών φαινομένων, το ταυτόχρονο και την διαδοχή τους, μορφή που έχει αντικειμενικό και ανεπίστρεπτο χαρακτήρα και βρίσκεται σε στενή και αδιάσπαστη ενότητα με τον χώρο
3. φυσ. μία από τις δύο συνιστώσες τού χωροχρόνου, που νοείται ως συνεχές μέσο τού οποίου οι χρονικές και χωρικές παράμετροι, μολονότι διαφορετικές, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλεξαρτώνται, γεγονός που καθίσταται έκδηλο κατά τη μέτρηση τους
4. (νομ.) ιδιαίτερο νομικό γεγονός μόνο στην περίπτωση που η παρέλευσή του αποτελεί όρο ή συναπαρτίζει προϋπόθεση επέλευσης έννομου αποτελέσματος και, συγκεκριμένα, κτήσης ή απώλειας δικαιώματος
5. (οικον.) μία από τις διαστάσεις τών οικονομικών μεγεθών
6. μουσ. α) ρυθμική αγωγή στην οποία έχει γραφεί μια μουσική σύνθεση (α. «χρόνος εμβατηρίου» β. «μέτριος χρόνος»)
β) διαίρεση τού μέτρου
7. γεωλ. υποδιαίρεση τής γεωλογικής ηλικίας, η μικρότερη μονάδα τού γεωλογικού χρόνου, που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων
8. στον πληθ. οι χρόνοι και τα χρόνια
α) ορισμένη ιστορική περίοδος, ορισμένη εποχή («οι νεώτεροι χρόνοι»)
β) (στον τ. τα χρόνια) ηλικία («δεν δείχνει τα χρόνια του»)
9. φρ. α) «τού χρόνου» — το επόμενο έτος
β) «από χρόνο σε χρόνο» ή «χρόνο με τον χρόνο» — από έτος σε έτος
γ) «από τού χρόνου» — από το επόμενο έτος
δ) «επάνω στον χρόνο» — κατά την συμπλήρωση τού έτους
ε) «προϊόντος τού χρόνου» ή «συν τω χρόνω»
(λόγιος τ.) με την πάροδο τού χρόνου
στ) «είναι εκτός τόπου και χρόνου» — λέγεται για κάποιον που έχει χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα
ζ) «και τού χρόνου»
(ως ευχή) να είσαι καλά για να γιορτάσεις και το επόμενο έτος την ίδια γιορτή
η) «χρόνια πολλά»
(ως ευχή) να ζήσεις πολλά έτη
θ) «κακό χρόνο νά 'χεις»
(ως κατάρα) να σού συμβούν πολλές ατυχίες μέσα στο έτος
ι) «να μην σέ βρει ο χρόνος»
(ως κατάρα) να πεθάνεις πριν από την συμπλήρωση τού έτους
ια) «χρόνια και ζαμάνια» — βλ. ζαμάνι
ιβ) «αστρικός χρόνος»
αστρον. χρόνος που βασίζεται στην αστρική ημέρα και υπολογίζεται από την ωριαία γωνία τού εαρινού ισημερινού σημείου
ιγ) «ιστορικοί χρόνοι» — βλ. ιστορικός
ιδ) «συναπτός χρόνος»
(νομ.) i) το χρονικό διάστημα κατά το ημερολόγιο όταν μετρείται χωρίς εξαίρεση τών αργιών που τυχόν μεσολαβούν
ii) «ωφέλιμος χρόνος»
(νομ.) ο χρόνος στον οποίο υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες μιας περιόδου κατά τις οποίες είναι δυνατή η εκπλήρωση μιας ορισμένης υποχρέωσης
ιε) «χρόνος τών εφημερίδων»
αστρον. κλίμακα χρόνου χρησιμοποιούμενη κατά τους υπολογισμούς τής μηχανικής τού ηλιακού συστήματος, που παρέχεται από την κίνηση περιφοράς τής Γης γύρω από τον Ήλιο και η οποία συνάγεται κατ' αρχήν από μετρήσεις τού φαινόμενου ουράνιου γεωγραφικού μήκους τού Ηλίου
ιστ) «χρόνος υποδιπλασιασμού»
φυσ.-χημ. το χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε ο αριθμός τών ατόμων ενός ραδιενεργού νουκλιδίου να μειωθεί κατά 50% λόγω ραδιενεργών διασπάσεων ή ο ρυθμός διασπάσεων του, στη μονάδα τού χρόνου, να περιοριστεί κατά το ήμισυ
ιζ) «ηλιακός χρόνος»
αστρον. βλ. ηλιακός
ιη) «χρόνου φείδου» — βλ. φείδομαι
10. παροιμ. α) «πάρε τον στον γάμο σου να σού πει και τού χρόνου» — βλ. γάμος
β) «όσα φέρνει η ώρα δεν τά φέρνει ο χρόνος όλος» — βλ. φέρω
γ) «τα χρόνια φέρνουν τη φρόνια» — όσο προχωρεί η ηλικία, γίνεται κανείς σοφότερος
δ) «εκατό χρονών γάιδαρος περπατησια δεν έμαθε» — δηλώνει ότι οι κακές συνήθειες δεν εξαλείφονται εύκολα
ε) «μέρας χαρά και χρόνου λύπη» — λέγεται για εκείνους που δεινοπαθούν επί μεγάλο χρονικό διάστημα για να απολαύσουν κάτι ασήμαντο
νεοελλ.-μσν.
μουσ. η καταμέτρηση τού δαπανώμενου χρονικού διαστήματος κατά την απαγγελία τών μουσικών φθόγγων, η οποία εκτελείται, συνήθως, με ισόχρονες κινήσεις τού χεριού
μσν.-αρχ.
φρ. «διὰ χρόνου» — μετά από λίγο διάστημα, μετά από μικρή διακοπή
αρχ.
1. η διάρκεια τής ζωής, η ηλικία («δαίμονος τῷ χρόνῳ ἰσήλικος τοῑς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.)
2. εποχή τού έτους
3. χρονοτριβή, αργοπορία («οὐδ' ἐποίησαν χρόνον οὐδένα», Δημοσθ.)
4. (στην γεν. ως επίρρ.) χρόνου
μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα
5. (στην δοτ. με ή χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) [τῷ] χρόνῳ
με την πάροδο τού χρόνου, με τον καιρό
6. (στην αιτ. ως επίρρ.) χρόνον
σε ένα χρονικό διάστημα, μεγάλο ή μικρό («ἔνθα καθεγόμενος μεῑναι χρόνον», Ομ. Οδ.)
7. φρ. α) «ἀνὰ χρόνον» ή «ὑπὸ χρόνου» — μετά από ορισμένο χρόνο (Ηρόδ., Θουκ.)
β) «σὺν χρόνῳ» ή «ἐν χρόνῳ» — με τον καιρό, βαθμιαία (Αισχύλ.)
γ) «ἀφ' οὗ χρόνου» — αφότου (Ξεν.)
δ) «ἐκ πολλοῡ χρόνου» — πριν από πολύ χρόνο (Ηρόδ.)
ε) «ἐπὶ χρόνον» — για αρκετό χρόνο (Ομ. Ιλ.)
στ) «ἐς χρόνον» — μετέπειτα (Ηρόδ.)
ζ) «ἐντὸς χρόνου» — μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα (Ηρόδ.)
η) «χρόνος τριμερής» — το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον (Σέξτ. Εμπ.)
θ) «τοῑς χρόνοις ἀκριβῶς» — με χρονολογική ακρίβεια (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. χρόνος (< *ĝhr-onos), με επίθημα -όνος (πρβλ. θρ-όνος, κλ-όνος*), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ģher- «πιάνω, αρπάζω, περιβάλλω» (πρβλ. χόρτος), πιθ. μέσω μιας αρχικής σημ. «αυτός που πιάνει, που καταλαμβάνει» ή «το όριο τού χρόνου που μάς περιβάλλει». Ορισμένοι μελετητές, ωστόσο, έχουν την άποψη ότι η λ. πρέπει να αναχθεί σε μια άλλη από τις πολλές ΙΕ ρίζες με κοινή μορφή *gher-, οι οποίες όμως εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τις σημ., όπως λ.χ. «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι» (πρβλ. χαίρω), «έντερο» (πρβλ. χορδή), «μικρός, κοντός» (πρβλ. χείρων). Η άποψη ότι η λ. θα μπορούσε να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *ĝer-/*gre- «ώριμος, σάπιος, παλιός», μέσω τού αβεστ. τ. zrvan-, zrūn «χρόνος, διάρκεια», που ανάγεται συν. σε αυτήν, και να συνδεθεί και με τον τ. γέρων (βλ. λ. γέροντας), προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Ελάχιστα πιθανή, τέλος, θεωρείται και η σύνδεση τής λ. με το ρ. κείρω «κόβω, τέμνω».
ΠΑΡ. χρονίζω, χρονικός, χρόνιος
αρχ.
χρονεύω, χρονίσκος, χρονώ
μσν.
χρονιαῖος
νεοελλ.
χρονιά, χρονιάζω, χρονιάρης, χρονιάτικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χρονογράφος, χρονολογία, χρονοτριβώ
αρχ.
χρονοκράτωρ, χρονολάβον, χρονουλκῶ
μσν.
χρονάρχης, χρονοποιητής, χρονουργός
νεοελλ.
χρονοβόρος, χρονοδιάγραμμα, χρονοδιακόπτης, χρονολόγος, χρονομέτρης, χρονόμετρο, χρονοναύλωση, χρονοντούλαπο, χρονοσκόπιο, χρονοφωτογράφος. (Β' συνθετικό) άχρονος, δίχρονος, ετερόχρονος, ισόχρονος, μονόχρονος, ολιγόχρονος, ολόχρονος, ομοιόχρονος, πεντάχρονος, πολύχρονος, σύγχρονος, υστερόχρονος
αρχ.
αυτόχρονος, έγχρονος, επίχρονος, περισσόχρονος, πρόχρονος, πρωτόχρονος, υπέρχρονος, υπόχρονος, φιλόχρονος
νεοελλ.
ασύγχρονος, εκατόχρονος, κακόχρονος, καλόχρονος, ταυτόχρονος, χιλιόχρονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρόνος — time masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόνος — ο πληθ. χρόνοι και χρόνια 1. η διάρκεια ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης. 2. η χρονική απόσταση μεταξύ δύο γεγονότων. 3. στον πληθ., χρόνοι χρονική περίοδος, εποχή: Στους αρχαίους χρόνους πολεμούσαν με τα κοντάρια και τα σπαθιά. 4. φρ., «οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ημιζωής, χρόνος — Ο χρόνος κατά τον οποίο ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται ελαττώνεται στο μισό. Η ραδιενέργεια ενός δείγματος που περιέχει αρκετούς πυρήνες έχει, επομένως, απεριόριστη διάρκεια από θεωρητική άποψη, αλλά ελαττώνεται πολύ γρήγορα με τον αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… …   Dictionary of Greek

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

  • χρόνω — χρόνος time masc nom/voc/acc dual χρόνος time masc gen sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Хрон — (Χρόνος) абсолютное время в орфической космогонии: одно из мировых начал, упоминаемое древнейшим греческим теологом Ферекидом Сирским (около 600 г. до Р. Хр.), наряду с Зевсом (принцип жизни) и Хтонией (земное начало). Из семени X., по Ферекиду,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • χρόνε — χρόνος time masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”